εκμισθώνω

εκμισθώνω
εκμίσθωσα, εκμισθώθηκα, εκμισθωμένος, μτβ., δίνω κάτι ιδιόκτητο με ενοίκιο, ενοικιάζω σε άλλον κάτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκμισθώνω — εκμισθώνω, εκμίσθωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκμισθώνω — και εκμισθώ ( όω) (AM ἐκμισθῶ) παραχωρώ για χρήση περιουσιακό στοιχείο με μίσθωση, νοικιάζω αρχ. ἐκμισθοῡμαι παίρνω με μίσθωση, νοικιάζω ως ενοικιαστής …   Dictionary of Greek

  • προαπομισθώ — όω, Μ εκμισθώνω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπομισθῶ «εκμισθώνω»] …   Dictionary of Greek

  • (ε)νοικιάζω — (ε)νοίκιασα, (ε)νοικιάστηκα, (ε)νοικιασμένος, μτβ. 1. μισθώνω, παίρνω κάτι με ενοίκιο ως ενοικιαστής, ως νοικάρης, το πιάνω: Ήρθα με νοικιασμένο αυτοκίνητο. 2. εκμισθώνω κάτι ιδιόκτητο σε ξένο με ενοίκιο: Νοίκιασα το διαμέρισμά μου σε υπάλληλο. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απομισθώ — ἀπομισθῶ ( όω) (Α) παραχωρώ κάτι με μισθό, εκμισθώνω …   Dictionary of Greek

  • διοικώ — (AM διοικῶ, έω) [οικώ] 1. ρυθμίζω, διευθετώ, διαχειρίζομαι 2. επαρκώ, φτάνω αρχ. μσν. είμαι επίτροπος μσν. 1. μέσ. κυβερνιέμαι, κανονίζω τη ζωή μου, περνώ τον καιρό μου 2. (για φατρίες τού Ιπποδρόμου) ενεργώ ως διευθυντής, ως υπεύθυνος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ενοικιάζω — και νοικιάζω (Μ ἐνοικιάζω και νοικιάζω [ενοίκιον] 1. παρέχω ως ιδιοκτήτης κάτι με ενοίκιο, εκμισθώνω 2. παίρνω ως ενοικιαστής κάτι με ενοίκιο, μισθώνω 3. (για τα ενοικιαζόμενα) παρέχομαι, δίνομαι σε κάποιον με ενοίκιο …   Dictionary of Greek

  • ιματιομίσθης — ἱματιομίσθης, ὁ (Α) αυτός που έδινε με ενοίκιο θεατρικά κοστούμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + μισθῶ «νοικιάζω, εκμισθώνω»] …   Dictionary of Greek

  • κτηματωνώ — κτηματωνῶ, έω (Α) [κτηματώνης] αγοράζω κτήματα ως εντολοδόχος και για λογαριασμό τού ναού και τά εκμισθώνω προς όφελός του …   Dictionary of Greek

  • μετεκμισθώ — μετεκμισθῶ, όω (Μ) εκμισθώνω σε άλλον κάτι μισθωμένο, υπενοικιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐκ μισθῶ «ενοικιάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”